- παλαμίζω
- παλάμισα, παλαμίστηκα, παλαμισμένος, αλείφω με παλάμη (βλ. λ.) το πλοίο εξωτερικά. Ουσ. παλάμισμα -ατος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαμίζω — (I) 1. πιάνω κάτι με την παλάμη μου ή βάζω την παλάμη μου πάνω σε κάτι 2. δέρνω κάποιον με την παλάμη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Α. Φαρμακίδη]. (II) 1. ναυτ. α) παλαμάρω β) επικαίω την εξωτερική επιφάνεια τής… … Dictionary of Greek
παλάμισμα — (I) το 1. η θέση τής παλάμης πάνω σε κάτι 2. χτύπημα με την παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαμίζω (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Φαρμακίδη]. (II) το [παλαμίζω (II)] ναυτ. καθάρισμα τών υφάλων τού πλοίου από παλαιά χρώματα, από φύκη και… … Dictionary of Greek
παλάμη — η 1. το εσωτερικό του χεριού. 2. μονάδα μήκους ίσο με το 1/10 του μέτρου. 3. είδος γαντιού που χρησιμοποιείται σαν δαχτυλήθρα για το ράψιμο των πανιών του πλοίου, αλλ. βαρδαμάνα. 4. μείγμα από λίπος, πίσσα και θειάφι για εξωτερική επάλειψη των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)